καπέλωμα

καπέλωμα
το [καπελώνω]
1. η κάλυψη με καπέλο
2. το χτύπημα στο κεφάλι κάποιου που φοράει καπέλο
3. η αποσιώπηση, η απόκρυψη
4. η επιβολή γνώμης
5. (στην πολιτική) η κηδεμόνευση («θέλει να καπελώσει όλες τις οργανώσεις»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καπέλωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. καπελώνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαπέλωτος — η, ο [καπελώνω] αυτός που δεν φοράει καπέλο, ασκεπής, ξεσκούφωτος αυτός που αγοράζεται ή πουλιέται στην κανονική τιμή, χωρίς αθέμιτη επιβάρυνση, χωρίς καπέλωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”