- καπέλωμα
- το [καπελώνω]1. η κάλυψη με καπέλο2. το χτύπημα στο κεφάλι κάποιου που φοράει καπέλο3. η αποσιώπηση, η απόκρυψη4. η επιβολή γνώμης5. (στην πολιτική) η κηδεμόνευση («θέλει να καπελώσει όλες τις οργανώσεις»).
Dictionary of Greek. 2013.